- διαμφισβητεῖται
- διαμφισβητέωdisputepres ind mp 3rd sg (attic epic)διαμφισβητέωdisputepres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιαμφισβήτητος — η, ο [διαμφισβητώ] 1. αυτός που δεν διαμφισβητείται, αδιαφιλονίκητος, αναμφισβήτητος 2. αδιεκδίκητος … Dictionary of Greek
Νότια Γεωργία — (South Georgia). Νησί (4.144 τ. χλμ., 4.000 κάτ.) του νότιου Ατλαντικού που βρίσκεται μεταξύ 54° και 55° νότιου γεωγραφικού πλάτους περίπου 2.000 χλμ. στα Α της Γης του Πυρός· διοικητικά εξαρτάται από τη βρετανική αποικία των νήσων Φάλκλαντ, αλλά … Dictionary of Greek
αδιαμφισβήτητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε διαμφισβητείται, αδιαφιλονίκητος: Τα δικαιώματά του στην κληρονομιά είναι αδιαμφισβήτητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)